εξερέθιση

εξερέθιση
[-ις (-εως)] η , εξερέθισμός ο возбуждение, раздражение, гнев

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εξερέθιση" в других словарях:

  • εξερέθιση — η [εξερεθίζω] ερεθισμός …   Dictionary of Greek

  • εξερέθιση — η παροξυσμός, διέγερση, παρόργιση, εξερεθισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξερεθιστικός — ή, ό [εξερέθιση] αυτός που προκαλεί εξερέθιση …   Dictionary of Greek

  • διαβόλισμα — το [διαβολίζω] η ενόχληση, το πείραγμα, η εξερέθιση …   Dictionary of Greek

  • εξερεθισμός — ο εξερέθιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξερεθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • παρόξυνση — η η ενέργεια τού παροξύνω, η εξερέθιση, η παρόρμηση, η παρόργιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παροξύνω. Η λ., στον λόγιο τ. παρόξυνσις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • εξερεθισμός — ο η εξερέθιση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξερεθιστικός — ή, ό επίρρ. ά που προκαλεί εξερέθιση, ερεθιστικός, εξοργιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξόργιση — η το να κάνεις κάποιον να θυμώσει, εξερέθιση, φούρκισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»